ασκίδιο

ασκίδιο
Όργανο κοίλο, σε σχήμα μικρού ασκού, φιάλης ή χοάνης, που προέρχεται από τον μετασχηματισμό ενός φύλλου. Είναι ιδιαίτερο γνώρισμα μερικών φυτών, κατά κανόνα χρησιμοποιείται για να αιχμαλωτίζει μικρά έντομα και είναι χαρακτηριστικό των εντομοφάγων φυτών. Τα πιο εμφανή α. είναι ιδιαίτερο γνώρισμα των νηπενθιδών φυτών (γένος νηπενθές), που ευδοκιμούν στα υγρά δάση της ανατολικής Ασίας. Τα α. περιέχουν ένα ειδικό υγρό, με ρόλο πεπτικό, ικανό δηλαδή να λειώσει και να αφομοιώσει τα μαλακά μέρη των εντόμων που πέφτουν σε αυτές τις παγίδες, όπου τα προσελκύουν το ζωηρό χρώμα και η στιλπνότητα του άνω χείλους του α., που είναι τόσο γλοιώδες ώστε να τα κάνει να γλιστρούν στο εσωτερικό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • δίστομος — η, ο (AM δίστομος, ον) (για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος αρχ. (για σπήλαια, ποταμούς κ.λπ.) εκείνος που έχει δύο στόμια νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο δίστομος σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκύστη — η ασκίδιο, λεπτή εσωτερική μεμβράνη που περιέχει όλα τα όργανα τού ζώου το οποίο αποτελεί την αποικία τών βρυοζώων …   Dictionary of Greek

  • σακίδιο — το / σακκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) σάκος με μικρή χωρητικότητα νεοελλ. 1. μικρός σάκος που κρεμάει στον ώμο του ο στρατιώτης ή ο πεζοπόρος 2. στρ. μικρός σάκος που χρησίμευε ως υποδοχή για το γέμισμα με πυρίτιδα τών πυροβόλων που έβαλλαν… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • νηπενθές — Γένος φυτών της οικογένειας των Νηπενθιδών (δικοτυλήδονα), που περιλαμβάνει είδη τα οποία ζουν στα τελματώδη και υγρά δάση ή σε ελώδεις τόπους των τροπικών περιοχών της Ασίας και των νησιών της Σούνδης. Τα είδη του γένους αυτού αποτελούν περίεργα …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”